κακονυχτώ

κακονυχτώ
κακονυχτώ και κακονυχτάω κακονύχτησα, και κακονυχτίζω κακονύχτισα, κακονυχτισμένος, περνώ κακή νύχτα: Κακονύχτησε ο άρρωστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακονυχτώ — άω κακονυχτίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νύχτα] …   Dictionary of Greek

  • κακονύχτι — το άσχημη και γεμάτη ταλαιπωρίες νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακονυχτώ, με υποχωρητ. σχηματισμό (πρβλ. ξενύχτι < ξενυχτώ)] …   Dictionary of Greek

  • κακονυχτίζω — βλ. κακονυχτώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”